- αβύθιστος
- η , ο [ος , ον ]1) незатонувший; 2) нетонущий, непотопляемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβύθιστος — η, ο [βυθίζω] 1. αυτός που δεν βυθίστηκε, αβούλιαχτος, ακαταπόντιστος 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να βυθιστεί … Dictionary of Greek
αβύθιστος — η, ο αυτός που δε βυθίστηκε, αβούλιαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβούλιαχτος — και αβούλιαγος, η, ο [βουλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βυθιστεί, αβύθιστος 2. αυτός που δεν έπαθε καθίζηση, δεν κατέπεσε ή δεν γκρεμίστηκε … Dictionary of Greek
ακαταπόντιστος — η, ο [καταποντίζω] αυτός που δεν έχει βυθιστεί ή δεν μπορεί να βυθιστεί, ο αβύθιστος … Dictionary of Greek